ολόγυμνος

ολόγυμνος
-η, -ο
ο κατάγυμνος, τσίτσιδος: Τους κλέψανε τα ρούχα και βγήκαν απ' τη θάλασσα ολόγυμνοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ολόγυμνος — και ολόγδυμνος, η, ο (ΑΜ ὁλόγυμνος, ον) εντελώς γυμνός, κατάγυμνος …   Dictionary of Greek

  • αμάργαρος — η, ο [μάργαρος] 1. αυτός που δεν έχει μαργαριτάρια 2. αστόλιστος, αδιακόσμητος, ακαλλώπιστος, απλός, ωραίος στην απλότητά του: «μόνη, αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος, το καθαρόν τού ουρανού αναβαίνει η Αρετή» (Κάλβος, Προοίμιο Λύρας) …   Dictionary of Greek

  • γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …   Dictionary of Greek

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • θεόγυμνος — και θεόγδυμνος και θεόγδυτος, η, ο ο εντελώς γυμνός, ο ολόγυμνος …   Dictionary of Greek

  • μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολόγδυμνος — η, ο βλ. ολόγυμνος …   Dictionary of Greek

  • πάγγυμνος — πάγγυμνος, ον (Μ) εντελώς γυμνός, ολόγυμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γυμνός, με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ ] …   Dictionary of Greek

  • περιβολή — η, ΝΜΑ [περιβάλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιβάλλω και περιβάλλομαι, περίφραξη, περιτριγύρισμα (α. «η περιβολή τού κτήματος με τοίχο» β. «η περιβολή τού οχυρού με τάφρο») νεοελλ. φρ. α) «περιβολή κρυστάλλου» (ορυκτ.) σύνηθες και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”